πιλάλα

πιλάλα
η
τρέξιμο, τρεχάλα, καλπασμός: Έκανα μια πιλάλα κι έφτασα πρώτος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πιλάλα — Μικρός ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 210 μ.), στην πρώην επαρχία Γυθείου, του νομού Λακωνίας. * * * η, Ν βλ. πηλάλα …   Dictionary of Greek

  • πηλάλα — και πιλάλα, η, Ν 1. το γρήγορο τρέξιμο 2. (ως επίρρ.) γρήγορα, πηλαλώντας («έφυγε πηλάλα»). [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματ. από το ρ. πηλαλώ] …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

  • πιλαλώ — πιλάλησα 1. αμτβ., τρέχω: Πιλαλώ ολημερίς στους κάμπους. 2. μτβ., κάνω κάποιον να τρέξει, να καλπάσει: Πιλάλα τα πρόβατα! …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τρεχάλα — η 1. τρέξιμο, πιλάλα. 2. επίρρ., γρήγορα, τρέχοντας: Να γυρίσεις τρεχάλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”